Ο έμμηνος κύκλος των γυναικών αρχίζει από την πρώτη ημέρα της εμμήνου ρύσεως και τελειώνει την πρώτη ημέρα της επόμενης περιόδου. Η ιδανική διάρκεια που επιθυμούμε να έχει αυτός ο κύκλος είναι περίπου 28 ημέρες. Παρά ταύτα, μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικό, υπό προϋποθέσεις, όταν η διάρκεια του έμμηνου κύκλου κυμαίνεται από 21 έως 35 ημέρες.
Διάγνωση πραγματικών Αιτιών και Θεραπεία Σακχαρώδους Διαβήτη
- Σταδιακή αποκατάσταση Κυτταρικής Λειτουργίας
- Εξατομικευμένες θεραπευτικές αγωγές, χωρίς χημικά κατάλοιπα και έκδοχα
- Άρση των υποκείμενων Αιτιών
- Θεραπείες που δρουν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με οποιαδήποτε άλλη φαρμακευτική αγωγή
Βέβαια, παρατηρείται αρκετά συχνά το φαινόμενο μη ομαλούς εμφάνισης της περιόδου. Όλες σχεδόν οι γυναίκες, σε κάποια φάση της ζωής τους, έρχονται αντιμέτωπες με το πρόβλημα του ακανόνιστου έμμηνου κύκλου. Έχει εκτιμηθεί ότι τουλάχιστον το 30% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας εμφανίζει διαταραχές στην περίοδο τους, οι οποίες μπορεί να παρουσιαστούν με οποιαδήποτε μορφή.
Οι καταστάσεις που υποδηλώνουν την ύπαρξη διαταραχών στην περίοδο μπορεί να περιλαμβάνουν τη συχνομηνόρροια (η περίοδος της γυναίκας εμφανίζεται νωρίτερα, πριν από την 21η ημέρα του κύκλου, δηλαδή πάνω από μία φορά το μήνα), την αραιομηνόρροια (η περίοδος της γυναίκας εμφανίζεται σε διάστημα μεγαλύτερο των 35 ημερών από την προηγούμενη και δεν αποκλείεται να φτάσει μέχρι και τους 6 μήνες) και την αμηνόρροια (η απουσία τριών ή περισσότερων περιόδων, χωρίς να συντρέχει λόγος εγκυμοσύνης, θηλασμού ή κλιμακτηρίου).
Τα προβλήματα που σχετίζονται με την περίοδο των γυναικών, σε πολλές περιπτώσεις, είναι αρκετά σύνθετα και χρήζουν άμεσης θεραπευτικής αντιμετώπισης, καθώς μπορεί να προμηνύουν την ύπαρξη κάποιου υποκείμενου νοσήματος, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο Σακχαρώδης Διαβήτης.
Τι είναι ο Σακχαρώδης Διαβήτης
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί ένα Μεταβολικό και Χρόνιο νόσημα, που χαρακτηρίζεται αυτοδιαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών. Πρόκειται για μία πάθηση πολυπαραγοντικής αιτιολογίας, με τα αίτια να εστιάζονται κυρίως στην κληρονομική προδιάθεση, στον τρόπο ζωής και στη διατροφή.
Η βασική διαταραχή που παρατηρείται στους πάσχοντες από Διαβήτη είναι η υπεργλυκαιμία, δηλαδή τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Η Υπεργλυκαιμία προκαλείται, διότι η γλυκόζη (σάκχαρο), που κυκλοφορεί στο αίμα, αδυνατεί να εισχωρήσει στα κύτταρα μας και να αξιοποιηθεί. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητη η δράση της Ινσουλίνης, μίας ορμόνης που παράγουν συγκεκριμένα κύτταρα του παγκρέατος, τα Β-κύτταρα.
Η Ινσουλίνη είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά της γλυκόζης εντός των κυττάρων μας. Επομένως, Σακχαρώδης Διαβήτης ενδέχεται να παρουσιαστεί για τους εξής λόγους: Είτε λόγω του ότι δεν μπορούν να παραχθούν επαρκείς ποσότητες ινσουλίνης από τα Β-κύτταρα του παγκρέατος, είτε εξαιτίας της αδυναμίας του σώματος να χρησιμοποιήσει την ινσουλίνη που παράγεται (Ινσουλινοαντίσταση), είτε εξαιτίας και των δύο.
Η γλυκόζη (σάκχαρο) κυκλοφορεί στο αίμα και αυξάνεται διαρκώς, ενώ ταυτοχρόνως δεν λαμβάνεται από κύτταρα η ενέργεια που χρειάζεται για την επιτέλεση των λειτουργιών τους. Όταν η γλυκόζη στο αίμα κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, προσκολλάει σε κάποιες πρωτεΐνες του σώματος, δημιουργώντας τα τελικά προϊόντα προχωρημένης γλυκοζυλιώνης (AGES) ή αλλιώς γλυκοτοξίνες. Τα AGES, συνδυαζόμενα με τα αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, ευθύνονται για την πρόκληση «σιωπηλών φλεγμονών», οι οποίες αποτελούν την πρωταρχική αιτία εμφάνισης μίας σωρείας ασθενειών και πρόωρης γήρανσης.
Τα Συμπτώματα του Σακχαρώδους Διαβήτη
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι μία ύπουλη νόσος, καθώς πολλές φορές δεν παρουσιάζεται με κανένα σύμπτωμα. Διακρίνεται στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1 και στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 αρχίζει αιφνιδίως, με βασικό σύμπτωμα την εμφάνιση Διαβητικής Κετοξέωσης (DKA). Πρόκειται για μία δυνητικά απειλητική για τη ζωή κατάσταση, που μπορεί να εκδηλωθεί με ναυτία, εμετό, πόνο στην κοιλιά, έξαψη, ταχύπνοια, υπεργλυκαιμία, συχνοουρία και απώλεια συνείδησης.
Από την άλλη, ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2, που αποτελεί και το συνηθέστερο τύπο, παρουσιάζεται με μία πλειάδα συμπτωμάτων, στα οποία συγκαταλέγονται τα ακόλουθα:
- Έντονη δίψα, πολυουρία και έντονη επιθυμία για κατανάλωση φαγητού
- Απώλεια βάρους, εξαιτίας της αδυναμίας πρόσληψης γλυκόζης από τα κύτταρα
- Αίσθηση κούρασης και προβλήματα στην όραση, όπως θολερότητα
- Καθυστέρηση της επούλωσης πληγών και μικροτραυματισμών, ξηροδερμία, ξηροί βλεννογόνοι, περιφερική νευροπάθεια και κνησμός
- Υποτροπιάζουσες μυκητιασικές κολπίτιδες στις γυναίκες και λοιπές λοιμώξεις των γεννητικών οργάνων
- Διαταραχές περιόδου στις γυναίκες (αμηνόρροια, συχνομηνόρροια, αραιομηνόρροια)
Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 και Ορμονικό σύστημα
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί μία Χρόνια πάθηση που εκδηλώνεται, εξαιτίας της συνολικής απορρύθμισης του οργανισμού. Η ανεπαρκής σε θρεπτικά συστατικά διατροφή, η αυξημένη κατανάλωση επεξεργασμένων υδατανθράκων, η ελλιπής άσκηση, το stress και το κάπνισμα παρεκκλίνουν το σώμα από τη φυσιολογική του λειτουργία και το οδηγούν στην έκκριση ολοένα και περισσότερων ποσοτήτων ορμονών, στην προσπάθεια του αυτό να αντιρροπήσει.
Στην περίπτωση του Σακχαρώδους Διαβήτη, εκκρίνονται αυξημένες ποσότητες ινσουλίνης. Η ανισορροπία όμως μίας ορμόνης συνεπάγεται την πρόκληση ανισορροπιών σε ολόκληρο το ορμονικό σύστημα.
Λόγου χάρη, τα αυξημένα επίπεδα Ινσουλίνης στις γυναίκες φέρουν ως επακόλουθο την παραγωγή ακόμη περισσότερης τεστοστερόνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (P.C.O.), ένα σύνδρομο που εκδηλώνεται με πολλαπλά συμπτώματα και συσχετίζεται αλληλένδετα με τον Σακχαρώδη Διαβήτη. Τουλάχιστον, το 40% των γυναικών που πάσχει από το σύνδρομο παρουσιάζει Σακχαρώδη Διαβήτη, πριν από την ηλικία των 40 ετών.
Οι Ορμονικές Ανισορροπίες, που προκαλούνται στον οργανισμό των ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη, ευθύνονται και για την τελική εμφάνιση διαταραχών στην περίοδο. Οι Ορμόνες της γυναίκας, με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία τους, με την επιθυμητή ή ανεπιθύμητη ποσοτική τους παρουσία, με την ισορροπία ή ανισορροπία τους, είναι αυτές που καθορίζουν εάν θα έχει ομαλή ή ανώμαλη περίοδο.